- προπαγανδιστικός
- -ή, -ό, Ν [προπαγανδίζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαγάνδα ή που γίνεται για προπαγάνδα (α. «προπαγανδιστική εκδήλωση» β. «προπαγανδιστικά φυλλάδια»)2. φρ. «προπαγανδιστική τέχνη» — τέχνη που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει, να χειραγωγήσει ή να διατηρήσει επιθυμητές διαθέσεις, πεποιθήσεις ή πράξεις σε ένα πλήθος ανθρώπων.
Dictionary of Greek. 2013.